- πασιφλορίδες
- (passifloraceae). Οικογένεια δικoτυλήδονων φυτών της τάξης των παριετωδών, στην οποία ανήκουν πόες ή θάμνοι, συνήθως αναρριχητικοί. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, απλά ή σύνθετα, άνθη ερμαφρόδυτα, σπάνια δίκλινα, και καρπό, ρόγα ή κάψα. Οι π. αριθμούν 350 είδη που ανήκουν σε 18 γένη. Φυτρώνουν στις τροπικές ζώνες του Nέου Kόσμου. Τα κυριότερα είδη, γνωστά για τον εδώδιμο καρπό τους ή για τη διακοσμητική τους αξία, είναι η πασιφλόρα η μαδέκα και η σαξονία. Η χυμώδης σάρκα των σπερμάτων τους χρησιμεύει στην παρασκευή αναψυκτικών, ενώ τα άνθη, τα φύλλα και ο καρπός μερικών ειδών χρησιμοποιούνται ως ναρκωτικά.
Dictionary of Greek. 2013.